Ἀσία

Ἀσία
Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος
fem nom/voc/acc dual
Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Ἀσίᾱ , Ἀσία
Asia
fem nom/voc/acc dual (ionic)
Ἀσίᾱ , Ἀσία
Asia
fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)
Ἀσίᾱ , Ἀσίης
masc nom/voc/acc dual
Ἀσίᾱ , Ἀσίης
masc voc sg (attic)
Ἀσίᾱ , Ἀσίης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • .ασία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc/acc dual ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .ασίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱͅ , ἐσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσίᾳ — Ἀ̱σίᾱͅ , Ἄσιος fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀσίαι , Ἀσία Asia fem nom/voc pl (ionic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσία Asia fem dat sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • ξιπ(π)ασιά — η (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπασιά …   Dictionary of Greek

  • Ἀσιανά — Ἀσιᾱνά , Ἀσιανός Asia neut nom/voc/acc pl Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc/acc dual Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσιανῶν — Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia fem gen pl Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”